TOP STORY

Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της

By  | 

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, με μια εισήγηση 84 σελίδων στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, μίλησε για όλα τα θέματα που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας Πολιτείας, όπως είναι ο Χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, η αξιοποίηση της περιουσίας, τα θρησκευτικά και η αναθεώρηση του Συντάγματος.

Όσον αφορά στον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, σημείωσε ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να ζητήσει χωρισμό από τον λαό. «Η Εκκλησία, η οποία ασκεί μία και μοναδική εξουσία, την εξουσία να αγαπά ολοκληρωτικά τον Θεό και απροϋπόθετα τον άνθρωπο, δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό Της. Γιατί αυτό επιδιώκεται από όσους επιχειρούν με λόγους στηριγμένους σε μυθεύματα και μυθοπλασίες, που τους ανέθρεψαν κατά το παρελθόν, να θέσουν την Εκκλησία στο περιθώριο της ιστορίας και της σύγχρονης ζωής», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει Μάνα του λαού μας με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει, και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού, ας επιχειρήσει τον χωρισμό, τηρώντας απαρέγκλιτα τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι στην Εκκλησία και τις σχετικές συμβάσεις», συνέχισε, προσθέτοντας πως πιστεύει «ότι η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλά ούτε μπορεί πράγματι να χωριστεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας. Μπορεί βεβαίως να επιβάλει με ιδεολογικά κριτήρια το χωρισμό της Εκκλησίας από τις θεσμικές λειτουργίες του κράτους, αλλά δε μπορεί να επιβάλλει και το χωρισμό της Εκκλησίας από την κοινωνία. Άλλωστε, ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι χαρακτηριστικό της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας, της οποίας η πνευματική σχέση με τον λαό παραμένει αλώβητη στη διάρκεια του χρόνου.

Η Εκκλησία δεν χωρίζεται από τα παιδιά Της, υπογράμμισε, γιατί οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι μία προσωπική ή ιδεολογική υπόθεση εργασίας, αλλά είναι υπόθεση ενός λαού».

«Ἡ Ἐκκλησία «δέν χωρίζεται ἀπό τά παιδιά της». Ὅποιος θέλει ἀποχωρεῖ. Ὅποιος θέλει ἐπιστρέφει», σημείωσε ακόμα.

Σχετικά με τη σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέφερε ότι οι ρόλοι είναι ήδη διακριτοί. «Οι διακριτοί ρόλοι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένοι στη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών και τα όριά τους είναι αποσαφηνισμένα από τη συμβατική ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στα σχετικά με τη θρησκεία άρθρα του Καταστατικού Χάρτη του τόπου», τόνισε.

Παράλληλα, υποστήριξε ότι από το 1834 η Εκκλησία υφίσταται «βαβυλώνια αιχμαλωσία» από την Πολιτεία και πως αυτό πρέπει να σταματήσει.

Αναφερόμενος στο ζήτημα των Θρησκευτικών, ο Αρχιεπίσκοπος επανέλαβε τη θέση του να ξεκινήσει διάλογος από μηδενική βάση και ζήτησε να τηρηθεί η δέσμευση μέσα στη Βουλή σύμφωνα με την οποία θα συνεχιστεί η συνεργασία μέσα από αμοιβαίο διάλογο από μηδενική βάση Εκκλησίας – Πολιτείας για τα θρησκευτικά. Ακόμη, πρότεινε στην επιτροπή διαλόγου από πλευράς Εκκλησίας να υπάρχουν τέσσερις αρχιερείς αλλά κανένας εκπρόσωπος από τις δύο ενώσεις θεολόγων (Πανελλήνια Ένωση και «Καιρός»).

Τα καινούρια προγράμματα της Πολιτείας για το μάθημα των Θρησκευτικών, «το οποίο λειτουργεί πράγματι προβληματικά και χρήζει αλλαγών, με έπεισαν ότι δεν συνιστούν Θρησκευτικά, αλλά μία επιχείρηση αλλοίωσης της πίστεώς μας», σημείωσε ακόμα.

Ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος είπε πως από την εναποπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία «ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο γης δεν μπορεί να αξιοποιηθεί αν δεν συναινέσει η Πολιτεία, λόγω της επιβολής σε αυτήν απίστευτων βαρών και δεσμεύσεων», ενώ προσκάλεσε την Πολιτεία σε άμεση συνεργασία με κύριο στόχο την ανακούφιση των πλέον αδυνάμων συνανθρώπων μας.

«Από αύριο το πρωί η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και οι Ιερές Μονές Πετράκη και Πεντέλης να αρχίσουν μαζί με την Πολιτεία, τη διαδικασία αξιοποίησης των καταγεγραμμένων ακινήτων, ενώ ταυτόχρονα καλόν είναι να ξεκινήσει για τα υπόλοιπα ακίνητα η διαδικασία εκκαθάρισης, τακτοποίησης και καταγραφής», σημείωσε, ενώ περιέγραψε ενδεικτικά κραυγάζουσες περιπτώσεις υφαρπαγής εκκλησιαστικής περιουσίας και τόνισε ότι τα εμπόδια που προέρχονται από το χώρο της γραφειοκρατικής λειτουργίας της δικαιοσύνης και από τις παρενέργειες των αποφάσεών της είναι αναρίθμητα.

Τέλος, αναφερόμενος στην αναθεώρηση του Συντάγματος σημείωσε ότι «τα θέματα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που έχουν δομική και ιστορική σημασία για την πορεία του ελληνικού Έθνους δε μπορούν να επιλυθούν χωρίς συζήτηση με το σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων που εκπροσωπούν τον ελληνικό λαό».

loading...